-
1 ломкий
εύθραυστος.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > ломкий
-
2 хрупкий
-
3 биться
битьсянесов1. κτυπιέμαι, χτυπιέμαι, δέρνομαι μέ κάποιον/ μάχομαι, ἀγωνίζομαι, παλεύω (сражаться);2. (трепетать) τρέμω, πάλλομαι (о сердце, пульсе)/ χτυπιέμαι, σφαδάζω, σπαρταρώ (барахтаться):рыба бьется τό ψάρι σπαρταρά;3. (ломать голову над чем-л.} πολεμώ, βάζω τά δυνατά μου, βασανίζομαι, σπάζω τό κεφάλι μου νά...:\биться над разрешением задачи σπάζω τό κεφάλι μου νά λύσω τό πρόβλημα;4. (о посуде) σπάζω,, εἶμαι ἐΰθραυστος, θραύομαι, θρυμματίζομαι; -ν; \биться как Рь'ба об лед =ί πνέω τά λοίσθια, ἔχω φθάσει στά ἔσχατα. -
4 ненадежный
ненадежн||ыйприл1. ἐπισφαλής, ἀκ-ροσφαλής, ἐΰθραυστος / ἄστατος, ἀσταθής (неустои́чивый)/ ἀβέβαιος, ἀμφίβολος (сомнительный):\ненадежныйая память τό κακό μνημονικό·2. (о человеке) ἀναξιόπιστος. -
5 хрупкий
хру́пк||ийприл1. εὐθραυστος, ψαθυ-ρός, εὔθρυπτος:\хрупкий металл τό εὔθραυστο μέταλλο· \хрупкий ледок τό λεπτό στρώμα πάγου·2. перен λεπτός, φίνος, ντελικάτος/ ἀδύνατος (слабый):\хрупкийая девушка ἡ λεπτή κοπέλλα· \хрупкийое здоровье ἡ ἀδύνατη ὑγεία. -
6 хрупкий
[χρούπκιΐ] επ. εύθραυστος -
7 хрупкий
[χρούπκιϊ] επ εύθραυστος -
8 дресвяный
επ.εύθραυστος, εύθριπτος. -
9 колкий
-
10 колоть
колоть 1коли, колешь, μτχ. ενστ. колющий, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. колотый, βρ: -лот, -а, -оρ.δ. μ.1. κεντρίζω, νύσσω, σουβλίζω, μπήγω τι αιχμηρό, τρυπώ•колоть штыком τρυπώ με τη λόγχη•
- ет (απρόσ.) в боку μου περνά πόνος σουβλερός στο πλευρό.
|| μαχαιρώνω, φονεύω, σκοτώνω• σφάζω•колоть барана σφάζω το πρόβατο.
2. μτφ. θίγω, πειράζω, πληγώνω. || με πικραίνει, με τρώει (σκέψη, ιδέα, αίσθημα κ.τ.τ.).εκφρ.колоть глаза кому – μέμφομαι, κατηγορώ κάποιον ντροπιάζω• προσβάλλω το αίσθημα κάποιου•правда глаза -ет – παρμ. η αλήθεια είναι πικρή ή είναι μαλώτρα• (темно) хоть глаз коли τρισκόταδο, έρεβος.κεντρώ, -ίζω, σουβλίζω•ёж -ется ο σκαντζόχοίρος κεντρίζει (με τ αγκάθια).
колоть 2колю, колешь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. колотый, βρ: -лот,• -а, -оρ.δ.μ.σχίζω• κόβω• σπάζω, θραύω• κομματιάζω•колоть дрова σχίζω ξύλα•
колоть орехи σπάζω καρύδια•
колоть лёд σπάζω τον πάγο.
σπάζω, σχίζομαι εύκολα, είμαι εύθραυστος. -
11 ломкий
επ., βρ: ломок, ломка, ломко.1. εύθραυστος, ευκολόσπαστος.2. (για φωνή) διακοφτός, διακεκομμένος. -
12 нежный
επ., βρ: -жен, -жна, -жно.1. προ, σφιλής, πολυφίλητος, φίλτατος•нежный друг επιστήθιος (γκαρδιακός) φίλος.
|| τρυφερός, απαλός, στοργικός, φιλόστοργος•нежный взгляд η τρυφερή ματιά•
-ые слова τρυφερά (στοργικά) λόγια.
2. μαλακός κατά την αφήν•-ая кожа το τρυφερό δέρμα.
3. ευχάριστος, χαριτωμένος μειλίχιος•нежный голос τρυφερή φωνή•
нежный вкус ευχάριστη γεύση.
4. εύθραυστος, τρυφερός. || εύ-φθαρτος (για φρούτα).5. (για ηλικία, ζωή) νεανικός, τρυφερός. -
13 непрочно
επίρ.ασταθώς• ευμετάβλητα, εύθραυστος κλπ. επ. -
14 непрочный
επ., βρ: -чен, -чна, -чно.1. όχι γερός, μη σταθερός• αδύνατος, εύθραυστος ετοιμόρροπος•непрочный материал όχι γερό ύφασμα•
-стул αδύνατο κάθισμα (έτοιμο να σπάσει).
2. μτφ. ασταθής, ευμετάβλητος, -βόλος, αβέβαιος. -
15 рыхлый
επ. βρ: рыхл, рыхла, рыхло.1. αφράτος, μαλακός•рыхлый снег αφράτο χιόνι.
|| σαθρός, σάπιος• εύθραυστος•рыхлый камень σαθρή πέτρα.
2. μαραζωμένος, ζαρωμένος, στεγνωμένος•-ое тело ζαρωμένο σώμα.
3. μτφ. νωθρός, οκνός, νωχελής, χαύνος. -
16 субтильный
επ., βρ: -лен, -льна, -льно.1. τρυφερός, εύθραυστος, λεπτός, αδύνατος.2. παλ. αβρός, ντελικάτος, ευγενής, λεπτός τους τρόπους. -
17 тонкий
επ., βρ: -нон, -нка, -нко; тоньше; тончайший.1. λεπτός, ψιλός, φτενός, λιανός•-ие нитки λεπτές κλωστές•
тонкий слой λεπτό στρώμα•
-ая ткань λεπτό ύφασμα.
|| αραιός, άπυ-κνος•тонкий туман αραιή ομίχλη.
|| μτφ. υψηλός, οξύς•тонкий голос λεπτή φωνή.
2. μτφ. εύθραυστος• ευπαθής•тонкий механизм λεπτός μηχανισμός.
|| λεπτομερής, λεπτομερειακός•-ие знания οι λεπτομερείς γνώσεις•
-ая критика λεπτή κριτική•
тонкий анализ λεπτομερειακή ανάλυση.
3. μτφ. δυσδιάκριτος, δυσπαρατήρητος•-ие оттенки красок λεπτές αποχρώσεις χρωμάτων• тонкийтонкийие различия λεπτές διακρίσεις•
тонкий запах λίγη μυρουδιά•
тонкий юмор λεπτό χιούμορ•
тонкий намк λεπτός υπαινιγμός,
4. μτφ. φίνος, ντελικάτος• σεμνοπρεπής,5. ευαίσθητος• οξύς•тонкий слух οξεία ακοή•
-ое обоняние οξεία όσφρηση.
6. μτφ. εύστροφος, οξύνους, σπιρτόζος.εκφρ.- ая кишка – το λεπτό έντερο•тонкий сон – ελαφρός ύπνος•тонкий яд – βραδυενεργό δηλητήριο. -
18 хрупкий
επ., βρ: -пок, -пка, -пкоεύθραυστος, εύθρυπτος, ψαθυρός, ευκολόοτίαστος. || αδύνατος, αρρωστ ιάρ ικος, φιλάσθενος. || μτφ. τρυφερός, αβρός, λεπτός, ντελικάτος.
См. также в других словарях:
εὔθραυστος — easily injured masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εύθραυστος — η, ο (ΑΜ εὔθραυστος, ον) 1. αυτός που θραύεται, που σπάει εύκολα («σκεύη κεραμεᾱ εὔθραυστα», Πλούτ.) 2. αδύνατος ή υπερβολικά λεπτός («εὔθραυστον γὰρ τὸ νέον, διὰ τὴν ἀσθένειαν», Αριστοτ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + θραυστός (< θραύω «σπάζω»)] … Dictionary of Greek
εύθραυστος — η, ο 1. αυτός που σπάζει εύκολα. 2. μτφ., ο ευπαθής, που προσβάλλεται, που καταστρέφεται εύκολα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
εὐθραυστότερον — εὔθραυστος easily injured adverbial comp εὔθραυστος easily injured masc acc comp sg εὔθραυστος easily injured neut nom/voc/acc comp sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὔθραυστον — εὔθραυστος easily injured masc/fem acc sg εὔθραυστος easily injured neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐθραυστότερα — εὔθραυστος easily injured neut nom/voc/acc comp pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐθραύστου — εὔθραυστος easily injured masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐθραύστους — εὔθραυστος easily injured masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐθραύστων — εὔθραυστος easily injured masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐθραύστῳ — εὔθραυστος easily injured masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὔθραυστα — εὔθραυστος easily injured neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)